- νωχελίη
- νωχελίη: sloth, sluggishness, Il. 19.411†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νωχελίῃ — νωχελία laziness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχέλεια — η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη [νωχελής] η ιδιότητα τού νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία … Dictionary of Greek
νωχελία — νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α) βλ. νωχέλεια … Dictionary of Greek